Αναμφιβόλως, κάθε ιστορική έρευνα είναι διαδικασία επίπονη. Απαιτεί προσωπικό κόστος, επιμονή, υπομονή, μεθοδικότητα και προσήλωση στο υπό διερεύνηση θέμα.
Και είναι αναμενόμενο, ο ιστορικός ερευνητής, να διακατέχεται από αίσθηση δικαίωσης και ικανοποίησης, κάθε φορά που η προσπάθεια του τελεσφορεί.
Και αυτό, γιατί ανακαλύπτοντας νέα στοιχεία και φωτίζοντας εντονότερα πτυχές του θέματος που διερευνά, αισθάνεται συγκίνηση και χαρά σαν αυτές που νιώθει ένας αρχαιολόγος που ανευρίσκει νέα ευρήματα. Η ικανοποίηση αυτή μάλιστα γίνεται διπλή, όταν η ανακάλυψη αφορά τον τόπο καταγωγής του.
Τέτοια ικανοποίηση και συγκίνηση μπορώ να πω ότι με κυρίευσε, με την εύρεση – ανακάλυψη μιας άγνωστης έως τώρα Επιστολής, κατά την διάρκεια έρευνας που πραγματοποίησα στα Αρχεία της Βουλής των Ελλήνων και η οποία Επιστολή μας γνωστοποιεί, μεταξύ άλλων στοιχείων, και τη συμβολή κορυφαίων οπλαρχηγών της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης (1866) στην ανέγερση ενός εκ των πρώτων Ναών προς τιμήν των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων στη γενέτειρα τους , στις Μέλαμπες
Όλοι γνωρίζουμε την αγάπη και το σεβασμό όλων των Ρεθεμνιωτών προς τους Αγίους Τέσσερις Μελαμπιανούς Μάρτυρες. Στα πρόσωπα τους καταθέτουμε την ευλάβεια μας, αναγνωρίζοντας και τιμώντας τη γενναιοφροσύνη, την Πίστη, το Μαρτύριο και την Αγιότητα τους και μάλιστα από την ώρα της μαρτυρικής θυσίας τους στο Ρέθυμνο, την 28η Οκτωβρίου του 1824, δηλαδή 153 χρόνια πριν την επίσημη διακήρυξη και αναγνώριση της Αγιότητας τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ( Συνοδ. Πράξη 588/ 29-8-1977)
Στο σημείο αυτό γνωστοποιούμε το περιεχόμενο της Επιστολής που προαναφέραμε, του σπουδαίου αυτού ευρήματος που είχα τη χαρά να ανακαλύψω στη Βιβλιοθήκη της Βουλής στην Αθήνα, και που ήταν δημοσιευμένη στο ημερήσιο έντυπο « ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ» και συγκεκριμένα στο φύλλο της 2ας Μαρτίου του 1886.
Το περιεχόμενο της Επιστολής έχει ως κάτωθι:
«Κύριε Ἠλία Ἰωάν. Βλατάκη,
Πρὸ ἐτῶν ὁ ἡμέτερος δῆμος συναισθανόμενος τὴν ἣν φέρει βαρεῖαν θρησκευτικὴν ὑποχρέωσιν ὅπως οἰκοδομήσῃ ἐκκλησίαν χάριν τῶν ἐν αὐτῷ γεννηθέντων καὶ ἐν τῇ πόλει Ρεθύμνῃ κατὰ τὸ 1824 τὴν κάραν ἀποτμηθέντων νέων ἁγίων τεσσάρων μαρτύρων, ἀδυνατῶν δὲ δι’ἔνδειαν χρημάτων, ἕνεκα τῶν ἀλλεπαλλήλων ἃς ὑφίσταται καταστροφῶν ἐκ τῶν κατὰ καιροὺς ἐπαναστάσεων, νὰ προβῇ εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ χριστιανικοῦ τούτου καθήκοντος, ἔμεινεν ἀκουσίως καὶ μετὰ βαθυτάτης αὐτοῦ θλίψεως ἄχρι τοῦ νῦν ὡς ἀδρανής· ἀλλ’ἤδη πεποιθὼς εἰς τὴν συνδρομὴν εὐσεβῶν χριστιανῶν, ἀπέθετο πᾶσαν περαιτέρω περὶ τούτου ἀναβολὴν, προβαίνων ὅπως ἔχει καὶ δὐναται εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ἐν λόγῳ ναοῦ. Ἐπὶ τούτῳ δὲ ἀποταθεὶς δι’ὑμὤν καὶ πρὸς τοὺς ἐν Ἀθήναις εὐσεβεῖς χριστιανοὺς, ἐγένετο νῦν μετ’ ἀνεκφράστου χαρᾶς γνωστὸν εἰς αὐτὸν, ὅτι συνέστη ἐπιτροπὴ ἐκ τῶν γενναίων καὶ ἀξιοτίμων ὁπλαρχηγῶν τῆς ἡμετέρας πατρίδος, ἤτοι τῶν κκ. Χατζῆ Μ. Γιανναράκη, Μ. Μυλωνογιαννάκη, Παπαμαρουλιανοῦ, Ν. Νικολούδη καὶ τῆς μοναχῆς Θεονύμφης Σταματάκη, ἤτις ἄχρι τοῦδε τῇ συνδρομῇ θεοσεβῶν χριστιανῶν ἔχει συλλέξει ποσὸν ἀνώτερον τῶν χιλίων πεντακοσίων (1500) δρ. ὅπερ, ὡς δυνάμεθα νὰ ἑλπίζωμεν, αὐξηθὲν θέλει παρέξει τὴν κατ’ἀρχὴν ζύμην καὶ θέλει ἐνισχύσει ἡμᾶς, οἴτινες μόνην τὴν πρὸς τὴν τέχνην δαπάνην ἐξαιτούμεθα, καθότι ἄλλως ἱκανὰς ἐργατικὰς χεῖρας ἔχομεν νὰ προσφέρωμεν ἀμισθὶ εἰς τὴν οἰκοδομὴν, ὅπως τὸ σχέδιον ἐτέθη, μιᾶς τῶν ἐν Κρήτη πρώτων ἐκκλησιῶν.
Ὅθεν παρακαλοῦμεν νὰ ἑκφράσητε δημοσίᾳ πρός τε τοὺς θεοσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς συνδρομητὰς ἡμῶν εἰς τὸ θεάρεστον τοῦτο ἔργον καθὼς καὶ εἰς τὰ ἔντιμα τῆς ἐπιτροπῆς μέλη τὸν ὃν ἀπονέμομεν εἰς αὐτοὺς ἐν ὀνόματι τοῦ δήμου ἡμῶν σεβασμὸν καὶ βαθεῖαν ὑπόληψιν.
Ἐν Μελάμποις τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Βασιλείου τῆς Κρήτης, τὴν 29 ἰανουαρίου 1886
Ὁ δήμαρχος Μελάμπων
Ἐμμ. Φωτάκης
Οἱ ἱερεῖς
Παπανικόλαος Αὐγουστάκης
Παπαγεώργιος Φωτάκης
Οἱ δημογέροντες
Μιχ. Κωσταρουζάκης, Ἀναγ. Μαμαλάκης, Μύρων Χατζιδάκης, Γ. Μηναδάκης, Ἰω. Καραμανωλάκης, Μ. Σταματάκης, Γεωργ. Παπαδάκης, Ἐμμ. Σπυριδάκης, Μ. Χαλκεδάκης, Ἰωσὴφ Καλογεράκης, Ἐμμ. Γενναδάκης, Ἐμμ. Δουκάκης, Ζαχ. Αὐγουστάκης, Εὐθύμιος Παπαδάκης.»
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στην Επιστολή, πληροφορούμαστε ότι συντάχθηκε στις Μέλαμπες την 29η Ιανουαρίου του έτους 1886 και συνυπογράφουν σε αυτήν ο δήμαρχος του Δήμου Μελάμπων Εμμ. Φωτάκης, οι ιερείς π. Νικόλαος Αυγουστάκης, π. Γεώργιος Φωτάκης και οι δημογέροντες του δήμου.
Απευθύνεται στον Ηλία Ιωάννου Βλατάκη, με την παράκληση να μεταφέρει ευχαριστίες σε εν Αθήναις μέλη Επιτροπής. Τα μέλη αυτής αποτελούσαν οι Χατζημιχάλης Γιάνναρης, αρχηγός της κρητικής επανάστασης του 1866 από τους Λάκκους Χανίων, ο Μαθιός Μυλωνογιαννάκης, αρχηγός της περιοχής του Αποκόρωνα από τον Άνω Κεφαλά Χανίων, ο Νικόλαος Νικολούδης οπλαρχηγός από τους Λάκκους Χανίων, ο Παπα-Μαρουλιανός κατά κόσμον Εμμανουήλ Ανδρεδάκης από το χωριό Σελλί Ρεθύμνου και η μοναχή Θεονύμφη Σταματάκη, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Να διευκρινίσομε, εδώ, ότι αρκετοί από τους οπλαρχηγούς της Μεγάλης Επανάστασης του 1866, υπό το βάρος των διωγμών των Τούρκων, κατέφευγαν στην Αθήνα, από όπου συνέχιζαν να οργανώνουν και να συντονίζουν δράσεις υποστήριξης του επαναστατικού αγώνα στην Κρήτη.
Μέσα από την επιστολή επισημαίνονται γνωστά αλλά προκύπτουν και νέα ιστορικά στοιχεία:
- Πρωτίστως. επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά η αναγνώριση του μεγίστου της προσφοράς των Αγίων, Αγγελή, Εμμανουήλ, Γεωργίου και Νικολάου, των αγώνων τους για την πολυπόθητη Ελευθερία, αλλά και της θυσίας τους, εν ονόματι της πίστης στο Χριστό.
- Δηλώνεται η μακρόχρονη συμμετοχή των Μελαμπιανών στους επαναστατικούς αγώνες.
- Επαληθεύονται οι επαναλαμβανόμενες καταστροφές που είχε υποστεί το χωριό από τους Τούρκους, ως τιμωρία για την ενεργό τους δράση, «ἀδυνατῶν δὲ δι’ἔνδειαν χρημάτων, ἕνεκα τῶν ἀλλεπαλλήλων ἃς ὑφίσταται καταστροφῶν ἐκ τῶν κατὰ καιροὺς ἐπαναστάσεων». Επιβεβαιώνεται δηλαδή αυτό που χαρακτηριστικά μεταφέρεται και σήμερα από στόμα σε στόμα, από τους παλαιότερους Μελαμπιανούς στους νεότερους ότι : «εφτά φορές εκάψαν οι Τούρκοι το χωριό μας».
- Καταμαρτυρείται η ένδεια των κατοίκων, λόγω συνεχών πυρπολύσεων κατοικιών και περιουσιών, η οικτρή κατάσταση η οποία απέκλειε τη δυνατότητα αμοιβής των απαραίτητων εξειδικευμένων τεχνιτών που θα εχρησιμοποιούνταν στην διαδικασία ανοικοδόμησης του ναού: «μόνην τὴν πρὸς τὴν τέχνην δαπάνην ἐξαιτούμεθα», ενώ, όπως σημειώνεται, όλες οι υπόλοιπες εργασίες θα προσφέρονταν άνευ αμοιβής από τους Μελαμπιανούς: «ἱκανὰς ἐργατικὰς χεῖρας ἔχομεν νὰ προσφέρωμεν ἀμισθὶ εἰς τὴν οἰκοδομὴν»
- Δηλώνεται εμφατικά το ιερό χρέος που αισθάνονται διαχρονικά οι Μελαμπιανοί απέναντι στους Αγίους τους: «ὁ ἡμέτερος δῆμος συναισθανόμενος τὴν ἣν φέρει βαρεῖαν θρησκευτικὴν ὑποχρέωσιν ὅπως οἰκοδομήσῃ ἐκκλησίαν χάριν τῶν ἐν αὐτῷ γεννηθέντων», καθώς και την ευλογία και το χρέος που νοιώθουν ως φυσικοί απόγονοι, «νὰ προβῇ εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ χριστιανικοῦ τούτου καθήκοντος, ἔμεινεν ἀκουσίως καὶ μετὰ βαθυτάτης αὐτοῦ θλίψεως ἄχρι τοῦ νῦν ὡς ἀδρανής»
- Επιπρόσθετα, οι οπλαρχηγοί, και έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό, με τη συμβολή τους στην ανέγερση του πρώτου ναού, εκτός από την αναγνώρισης της θυσίας τους και την απόδοση τιμής στους Αγίους, στοχεύουν και στο να καταδείξουν την αταλάντευτη πίστη στο Θεό και στην Ελευθερία, ως γενεσιουργές αιτίες αστείρευτης δύναμης, ικανής να αντιμετωπίσει την αριθμητική και εξοπλιστική υπεροχή των Τούρκων.
Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες μυημένοι στον κρυπτοχριστιανισμό από τον καπετάν Μιχάλη Κουρμούλη, κατά την περίοδο που έκρυβαν την αληθινή τους πίστη, υπερασπίζονταν και προστάτευαν τους κατατρεγμένους χριστιανούς από τις βαρβαρότητες των Τούρκων. Είναι γνωστό, από την παράδοση, σημείο σε υπόγειο χώρο οικίας στις Μέλαμπες, όπου οι Άγιοι εξόντωναν και έθαβαν Τούρκους που προέβαιναν σε βαρβαρότητες κατά των Χριστιανών. Είναι γνωστό επίσης και καταγεγραμμένο ιστορικά ( Β. Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης, τόμος Γ’, σελ 1328-1329) το γεγονός της δυναμικής παρέμβασης του μάρτυρα Νικολάου κατά του «εκ Βαθιακού αρχιεσπέχη Καπαρού», τον οποίο εκδίωξε δια της βίας από την οικία του παπά Παύλου στις Μέλαμπες, στην οποία είχε προσέλθει απαιτώντας τροφή και διασκέδαση, με συμπεριφορά που προσέβαλε τον ιερωμένο αλλά και τα ήθη και τις αρχές της τοπικής κοινωνίας.
Βέβαιη θεωρείται επίσης η συμμετοχή των Αγίων στην Μάχη στο Ροθιανό ή Κακό Ρυάκι, την παραμονή του Πάσχα, 12 Απριλίου 1822, στην οποία ηττήθηκε ο Τουρκικός στρατός. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν 1400 Τούρκοι στρατιώτες σύμφωνα και με τα προσφάτως ευρεθέντα κείμενα του οπλαρχηγού Νικόλαου Γ. Φωτάκη – Καπετανάκη.
Η απροκάλυπτη έκφραση της πίστης τους στο Χριστό, καθώς και οι πράξεις υπεράσπισης των Χριστιανών, συνιστούσαν ευθεία προσβολή στο Μωάμεθ, το ανώτατο αδίκημα για τους μουσουλμάνους, το οποίο τιμωρείται με σειρά αυστηρών ποινών που δεν αφορούσαν μόνο τους ίδιους ως παραβάτες αλλά και τις οικογένειες και τις περιουσίες τους. Έτσι, εκτός από την καταδίκη τους σε αποκεφαλισμό, ακολούθησε η πώληση μέλη των οικογενειών τους σε διάφορα σημεία της Κρήτης και, σύμφωνα με νέα ευρεθέντα στοιχεία, εκποίηση και της περιουσίας τους δύο μόλις μήνες μετά την εκτέλεση τους.
Οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες , Γεώργιος, Εμμανουήλ , Αγγελής και Νικόλαος καυχήματα της γενέτειρας τους αλλά και ολόκληρου του Ρεθύμνου, αιώνια σύμβολα με τη ζωή και το μαρτύριο τους, θα συνεχίσουν να εμπνέουν και να καθοδηγούν όλους τους Ελληνόψυχους Χριστιανούς.
Αντώνης Ε Τσουρδαλάκης
Εκπαιδευτικός Βθμιας Εκπ/σης Ρεθύμνου