Αξίζει να αναφέρομε ως προς την ελαιοπαραγωγή ότι τα χρόνια μέχρι και τη δεκαετία του ’60 τα εργατικά χέρια του χωριού δεν επαρκούσαν για τις εργασίες της ελαιοσυλλογής. Λύση στο πρόβλημα έδιναν κάθε χρόνο οι «μαζόχτρες» πρόσθετα δηλαδή γυναικεία νεαρά εργατικά χέρια από τα χωριά της ευρύτερης περιοχής, κυρίως δε του Μυλοποτάμου που ερχόταν και εργάζονταν στο χωριό από τον Οκτώβριο μέχρι και το Μάρτιο.
Βασικό ρόλο στην οικονομία του χωριού έπαιξαν και οι φάμπρικες που υπήρχαν στο χωριό. Σ’ αυτές αλέθονταν και εκθλίβονταν οι ελιές που έβγαζαν το «χρυσάφι» – όπως χαρακτήριζαν οι παλιότεροι – το λάδι. Η μεγάλη ποσότητα του λαδιού φυσικά που παρήγε το χωριό δεν μπορούσε να παραχθεί εξ’ ολοκλήρου στις φάμπρικες γι’ αυτό και το 1910 λειτούργησε παράλληλα και το πρώτο εργοστάσιο που συγχρόνως ηλεκτροφώτιζε για πολλά χρόνια και τα σπίτια του χωριού. Αργότερα προστέθηκε και δεύτερο και τρίτο ελαιουργικό εργοστάσιο. Έτσι τη δεκαετία του ’60 και ’70 λειτουργούσαν 3 εργοστάσια ελαιοτριβεία και 5 φάμπρικες με συνολική ετήσια παραγωγή του χωριού τους 700 τόνους.
Τα επόμενα χρόνια που τα δεδομένα για το χωριό άλλαξαν και η τεχνολογία προόδευσε το μεγαλύτερο μέρος αυτής της παραγωγής έβγαινε από ένα ελαιοτριβείο που κατασκεύασε και λειτούργησε ο προς τούτο ιδρυθείς ελαιουργικός συνεταιρισμός, που αργότερα συγχωνεύτηκε με τον δραστήριο Γεωργικό συνεταιρισμό που μέχρι τότε λειτουργούσε το κέντρο διάθεσης λιπασμάτων και ζωοτροφών ως και το πρώτο Σούπερ Μάρκετ στο χωριό.
Η τελευταία σωζόμενη φάμπρικα σήμερα είναι μουσειακό μνημείο και δείχνει στους νεότερους ένα κομμάτι της ζωής του χωριού στα παλιότερα χρόνια.