Την ώρα που γεννήθηκε, οι μοίρες είχανε πάει όλες μαζί να μαζώξουνε βρούβες κι έτσι δεν βρέθηκε ούτε μια παρούσα, για να δώσει ένα κάτιτίς και σε τούτο το γέννημα…
Το αγόρι της οικογένειας, μετά από τρία κορίτσια κα το μοναδικό σερνικό για να μην σβήσει από το χωριό, το επώνυμο Μαραγκάκης.
Η φτώχεια της φτώχειας κι η συνέχεια της ανέχειας και μέσα στην όλη δυστυχία, μένει ορφανός κι από τη μάνα, ενώ ήταν οχτώ μόλις μηνών. Χρόνια κατοχικά και μεταπολεμικά κι ο Λυκούργος με τα σύνεργα του περιφέρεται τα σοκάκια του χωριού, μήπως και κολλήσει καμία γαζοντενέκα ή κάποιο τρυπημένο συντεροτσίκαλο, για να λάβει πληρωμή μια χούφτα φάβα η μια ποδιά πατάτες και να ταΐσει τα τέσσερα ορφανά που περιμένανε…
Ευτυχώς η δυστυχώς επιβίωσε ο Ζαχαρίας, με το μυαλό να αναπτύσσεται κι αυτό μέσα στα πλαίσια των γενικότερων συνθηκών. Παρέμεινε λοιπόν ένα μικρό κοπέλι. Με την αγνότητα, την καλοσύνη, το χορατό παιχνίδισμα που χαρακτηρίζει ένα δεκάχρονο κοπέλι .
Έπαιρνε το σταμνί η το γουβά και πηγαινορχότανε στην Πάνω Βρύση για να πειράξει και να τον πειράξει κάποιος. Να αισθανθεί κι αυτός πώς είναι ανθρώπος.
– Τσαλίκο…
– Νταν, νταν…
– Ε, που να καεί η σκωτάρα σου.
– Μπεγίρι , να σου τηνε πογείρει …
-Ο χήρουκλος…
Ανέβαινε με τον ψοφογάϊδαρο απο τα Μαζά με τρία ξυλαράκια φορτωμένα πάντα κι άλλη με τη χέρα να βαστά την ορά κα με την άλλη τη χαχαλόβεργα
«σε-σε»,
«απάνω παντέρμε», μέχρι να σοπατήσει το αναβόλεμα.
Και μετά, στη φάμπρικα του Χριστοφορομανολιό, να περιμένει να βρέξουν οι μυλωνάδες κανένα νταγκούλι στη γούρνα με το ζεστό λάδι για το μεσημεριανό του.
Μετά το θάνατο του πατέρα του βρέθηκε αναγκαστικά στο Ίδρυμα στην Αθήνα, οπότε και λύθηκαν τουλάχιστον τα προβλήματα της επιβίωσης. Παράλληλα δε με την ζεστασιά που του προσέφερε η οικογένεια της αδελφής του, ο Ζαχαρίας αμαλάγεψε κα στην κυριολεξία έγινε άθρωπος.
Σύμπτωση αλλά και ειρωνεία, όταν την παραμονή της Παναγίας γινόταν η προβολή βίντεο με σκηνές από το χωριό στα πλαίσια των τριάντα χρονών του Συλλόγου και που είχε επιμεληθεί ο Πρόεδρος Αντώνης Τσουρδαλάκης.Σε κάποια σκηνή λοιπόν εμφανίστηκε ο Ζαχαρίας και η αίθουσα σείστηκε από το αυθόρμητο χειροκρότημα του κόσμου, εκδήλωση της συμπάθειας και της αγάπης στο πρόσωπο του. Κανένας βέβαια εκείνη τη στιγμή δεν εγνώριζε πώς λίγες ώρες πριν ο Ζαχαρίας είχε «ξεκουραστεί» .Το γεγονός μαθεύτηκε στο χωριό με μεγάλη καθυστέρηση κι έτσι για τον καημένο δεν ακουστήκαν ούτε ο τρεις συστρές της καμπάνας και εννοείται βέβαια ότι δεν προέκυψε καν θέμα για τυχόν ταφή του στο χωριό.
Είναι σίγουρο οτι εάν ήταν γνωστό νωρίς, ο Σύλλογοι , ο γείτονες , ο χωριανοί κάποιοι θα έκαναν την προσπάθεια για να γίνει μια κηδεία ανάλογη της ευαισθησίας της κοινωνίας μας, με την Πάνω Ρούγα να πλημμυρίζει από κόσμο, όπως είχε γίνε κάποτε και με έναν άλλο αγαπημένο και επίσης αδικημένο, τον Αλέξανδρο Δουκάκη.
Δεν ξερώ βέβαια κι αν αυτό θαταν σωστό, αφού σίγουρα δεν θάχε και τις καλύτερες αναμνήσεις από κείνα τα χρόνια τα σκληρά. Θυμήθηκα όταν πριν από αρκετά χρόνια τον είχε επισκεφτεί στο Ίδρυμα αντιπροσωπεία του Συλλόγου και σε συνέντευξη στο Νίκο Φραντζεσκάκη που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα μας, υπήρχε μεταξύ των άλλων και ο παρακάτω διάλογος:
– Ζαχαρία, θες να πας στο χωριό;
– Οι, γιατί κάνει κρυγιώτη…
Άτυχε τούτου του κόσμου Ζαχαρία, τουλάχιστον λυτρώθηκες στα 65 σου και γλίτωσες τα γεραθειά…
Γιώργης Π Φραντζεσκάκης
Φωνή Των Μελαμπιανών – φύλλο 159 Ιούλιος – Αύγουστος 2005